νεοανθρωπιστικός

νεοανθρωπιστικός
-ή, -ό [νεοανθρωπισμός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοανθρωπισμό ή αυτός που είναι χαρακτηριστικός τού νεοανθρωπισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”